John Connolly, από τις εργατικές συνοικίες του Δουβλίνου στην κορυφή των best seller

Ελληνικά

O John Connolly, ο βραβευμένος συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, που έχουν μεταφραστεί σε 28 γλώσσες, βρέθηκε στην Αθήνα στο πλαίσιο της διοργάνωσης Αθήνα 2018, Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου και μίλησε αποκλειστικά στο ert.gr και στη Δάφνη Σκαλιώνη σε μια εφ’όλης της ύλης συνέντευξη.

«Μεγάλωσα σε μία περιοχή της εργατικής τάξης του Δουβλίνου και δεν γνώριζα κανέναν συγγραφέα. Ο πατέρας μου ήταν πολύ πρακτικός άνθρωπος και έλεγε πως άνθρωποι σαν εμάς δεν γίνονται συγγραφείς και ηθοποιοί. Δουλεύουμε για τον δήμο, κάτι που τελικά κατέληξα να κάνω».

Ο χαμογελαστός Δουβλινέζος έχει καταπιαστεί στο παρελθόν με διάφορες δουλειές, προτού αποπειραθεί να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη συγγραφή. Έχει υπάρξει μπάρμαν, δημοτικός υπάλληλος, σερβιτόρος, υπάλληλος στα Harrods και δημοσιογράφος.

Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Trinity College και δημοσιογραφία στο Dublin City University. Κατόπιν ξεκίνησε να αρθρογραφεί στην εφημερίδα The Irish Times. Σε ηλικία 29 ετών, υπέβαλε προς έκδοση το πρώτο του μυθιστόρημα Κάθε νεκρό πράγμα. Ένα συγγραφικό ντεμπούτο που έγραψε ιστορία στα εκδοτικά χρονικά, αποσπώντας την υψηλότερη προκαταβολή που δόθηκε ποτέ σε Ιρλανδό συγγραφέα, τόσο στην Αγγλία όσο και στην Αμερική. Σε χρόνο ρεκόρ, μπήκε σε όλες τις λίστες των best seller και στη συνέχεια απέσπασε το αμερικανικό Βραβείο Σέιμους καλύτερου αστυνομικού μυθιστορήματος, το οποίο για πρώτη φορά απονεμόταν σε μη-Αμερικανό συγγραφέα.

Ο «Δουβλινέζος που γράφει σαν Αμερικανός» συνέχισε με την εντυπωσιακή πορεία του γράφοντας και εκδίδοντας τα έργα «Το δέντρο του θανάτου», «Φονικό Είδος», «Στο λευκό δρόμο», «Οι κακοί» και «Ο μαύρος άγγελος», «Το Βιβλίο των Χαμένων Πραγμάτων», «Οι Κούφιοι Άνθρωποι», «Οι Θεριστές» και «Οι Εραστές», που μπήκαν στις λίστες των best seller των Sunday Times, Irish Times και New York Times, εκδόθηκαν σε 19 γλώσσες και τον καθιέρωσαν οριστικά ως έναν από τους καλύτερους νέους συγγραφείς θρίλερ.

«Μεγάλωσα στην Ιρλανδία τις δεκαετίες του ΄80 και του ’90. Ήταν ένα δυσάρεστο μέρος. Ήταν φτωχό, πολύ στενόμυαλο και εσωστρεφές. Δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι άλλο για το οποίο να ήθελα να γράψω λιγότερο από τη φύση των Ιρλανδών. Και οι Ιρλανδοί, όπως κι εσείς – έχουμε πολλά κοινά με τους Έλληνες – μεταναστεύουμε. Όταν οι καιροί είναι δύσκολοι, φεύγουμε. Πηγαίνουμε στη Βρετανία και στην Αμερική, σε μέρη που μας προσφέρουν καταφύγιο. Εμένα μου πρόσφερε δυνατότητα απόδρασης η αμερικανική λογοτεχνία. Ήταν ένας τρόπος να φύγω από το νησί. Μπορούσα να κατοικήσω σε αυτήν την τόσο διαφορετική λογοτεχνική σφαίρα. Οπότε σκέφτηκα να γράψω αστυνομικό μυθιστόρημα που να διαδραματίζεται στην Αμερική. Ήταν ό,τι λιγότερο ιρλανδικό μπορούσα να σκεφτώ!».

Ενώ, όμως, επεδίωκε να ξεφύγει από την «ιρλανδικότητά» του, ίσως τελικά να είναι και το βασικό στοιχείο που τον διαφοροποιεί από τους Αμερικανούς συγγραφείς. «Δεν τους σαγηνεύει τόσο η μυθολογία ή η λαογραφία, όσο εμάς… Ο φόβος των δασών. Ξέρετε, το Μέιν είναι μία δασώδης πολιτεία αλλά το αντιμετωπίζουν πολύ πρακτικά. Όταν μπαίνεις στο δάσος πρέπει να προσέχεις γιατί αν βγεις από το μονοπάτι μπορεί να πεθάνεις επειδή θα χαθείς. Ενώ για μένα, τα δάση είναι συνδεδεμένα με τους λαϊκούς μύθους, τα παραμύθια που διάβαζα ως παιδί. Είναι τα μέρη όπου πήγαιναν οι μύθοι να κρυφτούν νιώθοντας την απειλή των πόλεων. Οι Αμερικανοί δεν το σκέφτονται έτσι».

Πρόσφατα, εκδόθηκε στη Βρετανία και στις Η.Π.Α. το τελευταίο του βιβλίο, το «He». Πρόκειται για μια λογοτεχνική απόδοση της ζωής του μεγάλου κωμικού Stan Laurel, του γνωστού μας Λιγνού από το δίδυμο «Χοντρός και Λιγνός».

«Mου πήρε 10 χρόνια να το γράψω. Ο Stan Laurel είχε γράψει πολλά γράμματα στην εποχή του, όμως δεν αποκάλυπτε πολλά πράγματα από τον εαυτό του σε αυτά τα γράμματα. Κρατούσε ένα ιδιωτικό κομμάτι του εαυτού του κρυφό. Και η μυθοπλασία είναι πολύ καλή στο να εξερευνά αυτά τα κρυφά κομμάτια. Αυτά που οι άνθρωποι προσπαθούν να κρύψουν. Παίρνει μία ιστορία και μέσω αυτής προσπαθεί να διερευνήσει τα ανθρώπινα συναισθήματα. Μας δίνει εξάλλου και τη δυνατότητα μιας εσωτερικής ματιάς σε ζωές που δεν έχουμε. Η μυθοπλασία είναι η μόνη μορφή τέχνης που μας επιτρέπει εξολοκλήρου να κατοικήσουμε στη συνείδηση ενός άλλου ανθρώπου. Και για να το κάνεις αυτό, θα πρέπει να μην είσαι εγωιστής, θα πρέπει να είσαι έτοιμος να παραδώσεις ένα κομμάτι του εαυτού σου, να είσαι ανοιχτός. Και αυτή η δεκτικότητα μάς κάνει καλύτερους ανθρώπους. Κάτι που έχει πολύ ενδιαφέρον. Μελέτησαν παιδιά σχολικής ηλικίας και βρήκαν πως όσα παιδιά διαβάζουν μυθιστορήματα, μεγαλώνοντας έχουν αυξημένη ενσυναίσθηση, είναι πιο συμπονετικά».

Ο συγγραφέας μάς μίλησε για τα δύο κύρια θέματα στα οποία επανέρχεται στα βιβλία του: το πένθος, η απώλεια και η φιλία μεταξύ ανδρών οι οποίοι τείνουν να εκφράζουν τη στοργή τους για τους φίλους τους μέσα από πράξεις αλλά δεν μιλούν πολύ.

Από πού αντλεί την έμπνευση του; «Οι ιδέες δεν είναι το νόμισμα των συγγραφέων, και είναι περίεργο που ο κόσμος το πιστεύει αυτό. Οι συγγραφείς έχουν ιδέες 3-4 φορές την ημέρα. Τους παρομοιάζω με καρακάξες. Είναι διαρκώς σε αναζήτηση φανταχτερών πραγμάτων για να κλέψουν! Το νόμισμα για τους συγγραφείς είναι ο χρόνος που είναι περιορισμένος».

Η συμβουλή του προς επίδοξους συγγραφείς: «Να τελειώνετε ό,τι αρχίζετε. Ο συγγραφέας Ρέι Μπράντμπερι είχε πει πως οι επαγγελματίες είναι ερασιτέχνες που ολοκληρώνουν πράγματα. Επίσης, μία συμβουλή που δίνεται συχνά σε νέους συγγραφείς είναι να γράφουν για όσα γνωρίζουν και ο κόσμος το ερμηνεύει αυτό κυριολεκτικά. Αν ας πούμε μεγάλωσες στην Αθήνα, πήγες σχολείο στην Πλάκα και έγινες λογιστής, επιτρέπεται να γράψεις μόνο για το να μεγαλώνεις στην Αθήνα, να βλέπεις την Πλάκα και να γίνεσαι λογιστής! Είναι καλύτερο να λέμε γνώριζε αυτά για τα οποία γράφεις. Αν θες να γράψεις για μια άλλη κουλτούρα ή για κάποιο άλλο θέμα, ερεύνησέ το, υπάρχουν βιβλία!».

Ένα σημαντικό κομμάτι της συγγραφικής διαδικασίας, όπως μας λέει ο Connolly, είναι η πειθαρχία: «Υπάρχουν άνθρωποι που θεωρούν πως πρέπει να περιμένεις για την κατάλληλη διάθεση για να γράψεις, πρέπει να περιμένεις την επίσκεψη της Μούσας. Αλλά η Μούσα είναι πολύ απασχολημένη! Έχει πολλά τηλεφωνήματα να κάνει. Και το μεγαλύτερο μέρος της συγγραφής είναι σκληρή δουλειά! Βάλτε έναν στόχο 100 λέξεων την ημέρα. Και είτε ξυπνήστε λίγο νωρίτερα, είτε στο μεσημεριανό σας διάλειμμα βγάλτε το laptop ή το σημειωματάριό σας και γράψτε 100 λέξεις. Αυτό είναι περίπου το ένα τρίτο μιας σελίδας, δεν είναι πάρα πολύ. Αν το κάνετε αυτό για μία εβδομάδα, την επόμενη εβδομάδα όταν καθίσετε θα σας βγουν 200 λέξεις στον ίδιο χρόνο. Έτσι γράφονται τα βιβλία».

Η επαφή του με το αστυνομικό μυθιστόρημα ξεκίνησε νωρίς, καθώς το πρώτο βιβλίο που διάβασε ως παιδί ήταν της Enid Blyton. «Σε μία εκδήλωση ένας νεαρός αναγνώστης μου επισήμανε ότι εκείνο το βιβλίο ήταν από τη σειρά Μυστικοί Επτά. Και είπε «Άρα το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε ήταν ένα αστυνομικό μυθιστόρημα!». Ωστόσο, το ενδιαφέρον του σύντομα στράφηκε στα μυθιστορήματα τρόμου με υπερφυσική διάσταση. «Εν μέρει επειδή οι Ιρλανδοί συγγραφείς έγραφαν πάντα τέτοιου είδους λογοτεχνία. Τέσσερα από τα μεγάλα γοτθικά μυθιστορήματα, όπως ο «Δράκουλας» ή το «Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι», γράφτηκαν από Ιρλανδούς συγγραφείς. Αλλά νομίζω πως οι έφηβοι έχουν ούτως ή άλλως ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε σκοτεινή λογοτεχνία φαντασίας και τρόμου. Είναι ο τρόπος μας να συμβιβαστούμε με το σκοτάδι του ενήλικου κόσμου, το παράξενο και την περιπλοκότητά του. Μας επιτρέπει να εξερευνήσουμε τον φόβο, χρησιμοποιώντας ονόματα όπως λυκάνθρωπος και φάντασμα και βαμπίρ για φόβους που ουσιαστικά δεν έχουν μορφή».

Μεταξύ των επιρροών του από συγγραφείς, ο Connolly τοποθετεί τον James Lee Burke, τον οποίον χαρακτηρίζει «Αμερικανό ποιητή του τοπίου», τον «μεγάλο ποιητή της ενσυναίσθησης Ross Macdonald και φυσικά τον μετρ των ιστοριών τρόμου, Stephen King, από τον οποίο έχει πάρει και συνέντευξη ως δημοσιογράφος. «Είναι καταπληκτικό να παίρνεις συνέντευξη από έναν συγγραφέα που η δύναμη της λογοτεχνίας του ήταν τόσο ισχυρή όταν ήσουν έφηβος», μας λέει.

Παρατηρήσαμε ότι ο Ιρλανδός συγγραφέας φοράει τον ίδιο βυζαντινό σταυρό με τον ήρωα των μυθιστορημάτων του, τον Τσάρλι Πάρκερ. Τον ρωτήσαμε λοιπόν για τη σημασία που έχουν για εκείνον, αλλά και για τους αναγνώστες του, οι χαρακτήρες των βιβλίων του.

«Μου αρέσει να βλέπω τον κόσμο μέσα από τα μάτια τους. Στη Φυσική υπάρχει αυτή η ιδέα του πρίσματος, ενός μικρού κομματιού πλαστικού ή γυαλιού, που όταν στρέφεις προς αυτό ένα φως, διαθλάται και το βλέπεις με έναν νέο τρόπο. Κάτι τέτοιο είναι οι χαρακτήρες για μένα, φωτίζω την εμπειρία μου μέσα από αυτούς και περνώντας από εκεί αλλάζει ελαφρώς και βλέπω τον κόσμο με έναν ελαφρώς διαφορετικό τρόπο. Ο κόσμος συχνά πιστεύει ότι όσοι διαβάζουν αστυνομικά μυθιστορήματα προσελκύονται από την πλοκή. Αλλά δεν είναι έτσι. Η πλοκή στα αστυνομικά μυθιστορήματα δεν αλλάζει και πολύ: υπάρχει ένας φόνος, μία έρευνα, μία λύση, μερική η ολική στο τέλος. Ο κόσμος διαβάζει για τους χαρακτήρες. Και ένα από τα ωραία πράγματα σχετικά με τη λογοτεχνία μυστηρίου είναι ότι ανήκει σε αυτά τα είδη, όπου μπορείς να παρακολουθείς τον ίδιο χαρακτήρα σε διάστημα 20, 30 ή 40 χρόνων… Και μέρος της απόλαυσης αυτών των βιβλίων είναι η εμβάθυνση στη ζωή του».

Ένα διήγημά του Connolly, το The New Daughter (Η νέα Κόρη), έγινε ταινία το 2009 με πρωταγωνιστή τον Kevin Costner. Ο συγγραφέας μας μίλησε για την εμπειρία του να βλέπεις κάποιον να παίρνει την ιδέα σου και να την πηγαίνει σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση, η οποία μάλιστα υπογραμμίζει τις διαφορές μεταξύ Αμερικανών και Ευρωπαίων. «Η Νέα Κόρη είναι μια ιστορία για νεράιδες. Μιλάει για έναν άνδρα που πηγαίνει με την κόρη του να ζήσει σε ένα σπίτι δίπλα σε έναν λοφίσκο με νεράιδες. Στην Ιρλανδία τους αποκαλούμε νεραϊδόκαστρα ή λόφους νεραϊδών. Όταν γύριζαν την ταινία στην Αμερική με ξεναγούσαν στον χώρο όπου γίνονταν τα γυρίσματα, και μου έλεγαν «Εδώ είναι το σπίτι, εδώ είναι ο λόφος…» και μετά μου είπαν «Εδώ είναι τα τέρατα». Και θυμάμαι ότι σκέφτηκα πως η ιστορία μου δεν είχε τέρατα μέσα».

Ο John Connolly γράφει πολύ καλά για το υπερφυσικό. Αναρωτηθήκαμε, λοιπόν, ποια είναι η σχέση που έχει με αυτό. Εκείνος μοιράστηκε μαζί μας τη μοναδική υπερφυσική εμπειρία που παρ’ ολίγον να ζήσει, αλλά την έχασε επειδή… κοιμόταν!

Πέρα από τη λογοτεχνία, ο John Connolly έχει και κάποιες άλλες μεγάλες αγάπες. Μεταξύ αυτών, το κρασί, τα σκυλιά και τη μουσική. Στην Ιρλανδία διατηρεί μάλιστα εβδομαδιαία ραδιοφωνική εκπομπή με μουσική από τα ’70s και τα ’80s, ενώ στον ιστότοπό του υπάρχουν λίστες του Spotify με μουσικές συλλογές που ταιριάζουν σε κάθε βιβλίο.

Τα βιβλία του John Connolly κυκλοφορούν στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Bell.


  • Συνέντευξη: Δάφνη Σκαλιώνη
  • Κάμερα: Λεωνίδας Κολοκυθάς
  • Ήχος: Γιώργο Πετρουτσάς
  • Σκηνοθεσία: Ευγενία Γιαννακοπούλου
  • Post Production: Κώστας Μαντάς

**Η κεντρική φωτογραφία του άρθρου είναι από την επίσημη σελίδα στο FB του John Connolly

English

John Connolly, from Dublin’s labour Districts to the top of Best Selling Books

John Connolly, the award-winning writer of crime fiction, whose books are translated into 28 languages, visited Athens as part of the event Athens 2018, the World Book Capital and spoke exclusively to ert.gr and Daphne Scallioni.

“I grew up in an area where the working class of Dublin lived and I didn’t know any writers. My father was a very practical man and he said that people like us don’t become writers and actors. We work for the local authorities, which is what I finally ended up doing”.

This smiling Dubliner has worked in the past doing various jobs before he attempted to work professionally as a writer. He has worked as a bartender, a city clerk, a waiter, an employee at Harrods and a journalist.

He studied English philology at Trinity College and Journalism at Dublin City University. He then began to write for the Irish Times. At the age of 29, he submitted his first novel Every Dead Thing for publication, offering him a writing debut that made history in publishing chronicles, distracting the highest advance ever given to an Irish writer, both in England and in America. In record time, he entered all the best seller lists and then won the American reward for the best detective novel, which was, for the first time, awarded to a non-American writer.

The well-known “Dubliner who writes as an American”, continued with his impressive course of writing and published “The Killing Kind”, “The White Road”, “The Black Angel”, “The Book of Lost Things”, “Dark Hollow”, “The Reapers”, “Bad Men” and “The Lovers”, all of which entered the best seller lists of the Sunday times, The Irish times and The New York Times, were published in 19 languages and finally established him as one of the best recently- appearing thriller writers.

“I grew up in Ireland in the 80’s and the 90’s. It was an unpleasant place, a poor, very narrow minded and introverted one. I couldn’t think of anything else I wanted to write less than the nature of the Irish people. And the Irish, like you – we have a lot in common with the Greeks – we migrate. When times are tough, we leave. We go to Britain and America, which are places that offer us shelter. I was offered an opportunity to escape through the American literature. It was a way to escape from the island. I had the opportunity to dwell in this so different literary realm. So I thought I’d write a police novel in America. It was the least Irish I could think of”.

But while he was seeking to escape his “Irishness”, this may well have been the key element that differentiated him from the American writers. “They are not overwhelmed by mythology or folklore, as much as we are… The Fear of forests. You know, Maine is a wooded state, but they deal with it very practically. When you enter the forest, you must be careful, because if you go off the path, you may die since you may get lost. As far as I am concerned, the forests are connected to the folk myths and the tales I read as a child. They are the places where the myths hid themselves, feeling the threat of the cities. Americans don’t think in this way… ”.

Recently, his last book, entitled “He”, was published in Britain and the United States. This is a literary appearance of the life of the great comedian, Stan Laurel, from the twin “Laurel and Hardy”

“It took me 10 years to write it. Stan Laurel wrote many letters in his time, but he did not reveal many things about himself in these letters. He kept a private part of himself hidden. And fiction is very good at exploring these hidden pieces, what people try to hide. Fiction takes a story and it tries to explore human emotions through it. It also gives us the possibility of taking an internal look at lives that we cannot live. Fiction is the only form of art that allows us to inhabit the consciousness of another human being. And to do that, you have to be unselfish, you have to be ready to deliver a part of yourself, to be open. And that receptivity makes us better people. That’s very interesting. They studied school-age children and found that all children who read novels, have increased empathy levels and are more compassionate, when they grow up”.

The author talked to us about the two main topics in which he reverts to his books: The mourning, the loss and the friendship between men who tend to express their affection for their friends through deeds but do not speak much.

Where does he draw his inspiration from? “Ideas are not the currency of writers, and it is strange that people believe that. Writers have ideas 3-4 times a day. I tend to see them as magpies. They are constantly in search of fancy things to steal! The currency for writers is time, which is limited”.

His advice to aspiring writers is: «Finish what you begin. Ray Bradbury, the writer, said that professionals are amateurs who complete things. Also, a tip often given to young writers is to write about what they know and let people interpret it literally. If we say you grew up in Athens, you went to school in Plaka and became an accountant, you are only allowed to write about growing up in Athens, watching Plaka and becoming an accountant! It’s better to say “Know what you are writing about. If you want to write about another culture or another topic, explore it, there are books that can help you!”.

An important part of the writing process, as Connolly tells us, is discipline: “There are people who think you have to wait for the right mood to write, you have to wait for the visit of the Muse. But the Muse is too busy! She’s got a lot of calls to make. And most of the writing is hard work! Set a target of 100 words a day. And either wake up a little earlier or take your lunch break and take off your laptop or notebook and write 100 words. That’s about a third of a page, not too much. If you do this for one week, next week, when you sit down, you will get 200 words in the same time. That’s how books are written”.

His contact with Crime Fiction began early, as the first book he read, when he was a child, was written by Enid Blyton. “During an event, a young reader mentioned that that book was from “The Secret Seven” series. And he said, “So, the first book you read was a police novel!”. However, his interest soon turned to horror novels with a supernatural dimension. “Partly because Irish writers always wrote that kind of literature. Four of the Great Gothic novels, like “Dracula” or “The Portrait of Dorian Gray”, were written by Irish writers. But I think teenagers have a special interest in dark fiction and horror, anyway. It is our way of settling with the darkness of the adult world, its strangeness and complexity. It allows us to explore fear by using names like Werewolf and Ghost and Vampires representing fears that virtually have no form”.

Among his influence from writers, Connolly admires James Lee Burke, whom he describes as “the American poet of the landscape”, the “great poet of empathy Ross Macdonald and of course the best writer of horror stories, Stephen King”, whom he has interviewed as a reporter. “It’s amazing to interview a writer whose power of literature was so powerful when you were a teenager”, he tells us.

We noticed that the Irish writer is wearing the same Byzantine cross as Charlie Parker, as the hero of his novels does. So we asked him about the importance the characters of his books have for him, but also for his readers.

“I like to see the world through their eyes. In physics there is this idea of prism, a small piece of plastic or glass, that when you turn it to a light, it reflects it and you see light in a new way. My characters are something like that to me, I brighten my experience through them and passing from there, it changes slightly and I see the world in a slightly different way. People often believe that people who read police novels are attracted to the plot. But it’s not like that. The plot in detective novels doesn’t change much: there’s a murder, an investigation, a partial or total solution, in the end. People read about the characters. And one of the nicest things about mystery literature is that it belongs to these species, where you can watch the same character in 20, 30 or 40 years’ time… And part of the enjoyment of these books is deepening in this character’s life”.

“The New Daughter”, one of Conolly’s short stories, became a film in 2009 starring Kevin Costner. The author told us about the experience of seeing someone taking your idea and transforming it into a completely different direction, which even highlights the differences between Americans and Europeans. “The New Daughter is a story about fairies. It’s about a man who lives with his daughter in a house next to a hill with fairies. In Ireland we call them Fairy Forts or Fairy Hills. When they were filming in America, they showed me the place where they were shooting, and they told me “here is the house, here is the Hill…”. “And then they said, “Here are the monsters”. And I remember thinking that my story had no monsters in it”.

John Connolly is an excellent writer, as far as the supernatural is concerned. So, we wondered, what’s his connection with that? He shared a unique supernatural experience with us, that he almost lived, but lost it because… he slept!

Apart from literature, John Connolly has some other great loves. Among them it’s wine, dogs and music. In Ireland he even maintains a weekly radio show with music from the ’70s and ’80’ s, while on his website there are Spotify playlists with music collections, that match each one of his books.

John Connolly books are published in Greek by Bell editions.


  • Interview: Dafni Scaglioni
  • Camera: Leonidas Kolokithas
  • Sound: Giorgos Petroytsas
  • Director: Eugenia Giannakopoulou
  • Post Production: Kostas Mantas

**The main article photo is from John Connolly’s official page on FB

Μοιράσου το άρθρο: