«Υπάρχουν διάφορα είδη ανθρώπων. Οι νοσταλγικοί, που πιστεύουν πως ο παράδεισος υπήρχε στο παρελθόν, οι αισιόδοξοι, που τοποθετούν τον παράδεισο στο μέλλον, και αυτοί που πιστεύουν πως ο παράδεισος βρίσκεται στο παρόν, που είναι οι μόνοι ευτυχισμένοι. Όμως και αυτοί δεν συνειδητοποιούν ότι είναι ευτυχισμένοι, παρά μόνο αργότερα. Είναι παράξενο, αλλά η ευτυχία δεν υπάρχει παρά στο νοσταλγικό παρελθόν, στο αισιόδοξο μέλλον και στην μη συνείδηση του παρόντος».
Αυτά και άλλα πολύ ενδιαφέροντα μας είπε ο Κολομβιανός συγγραφέας Héctor Abad Faciolince, που βρέθηκε στην Ελλάδα για λίγες μέρες, στο πλαίσιο του 10ου φεστιβάλ ΛΕΑ (Λογοτεχνία εν Αθήναις). Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη στο ακόλουθο video.
Ο Héctor Abad Faciolince γεννήθηκε στο Medellín της Κολομβίας, όπου σπούδασε ιατρική, φιλοσοφία και δημοσιογραφία. Μετά την αποβολή του από το Πανεπιστήμιο, εξαιτίας ενός δυσφημιστικού άρθρου που έγραψε για τον Πάπα, μετακόμισε στη Ρώμη, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Επέστρεψε στην Κολομβία το 1987, λίγο πριν τη δολοφονία του πατέρα του, του επιφανούς ιατρού, ακαδημαϊκού και κοινωνικού Héctor Abad Gomez, του οποίου το ολιστικό όραμα για την υγεία οδήγησε στην ίδρυση της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας της Κολομβίας.
Το έγκλημα που διαπράχθηκε από παραστρατιωτικούς συγκλόνισε τη χώρα και οδήγησε τον Héctor Abad Faciolince να αναζητήσει καταφύγιο στην Ευρώπη, καθώς δεχόταν και ο ίδιος απειλές για τη ζωή του. Την ιστορία του πατέρα του αφηγείται στο βιβλίο «Η λήθη που θα γίνουμε» (El olvido que seremos), που είναι από τα πλέον πολυδιαβασμένα στην Κολομβία, αγγίζει όμως τις καρδιές των αναγνωστών παγκοσμίως.
«Είχε ως αποτέλεσμα να μου επιτραπεί να μην ζω σε μία μόνιμη διαμάχη μεταξύ της λήθης και της μνήμης…», μας είπε ο συγγραφέας. «Γιατί θέλεις να ξεχνάς ορισμένα πράγματα, κάποιες λεπτομέρειες, αλλά ταυτόχρονα θες και να μην ξεχάσεις τα φρικτά πράγματα που σου έκαναν, για να αφήσεις τη μαρτυρία σου για αυτά. Όταν τα βάζεις σε ένα χαρτί, όταν υπάρχουν γραμμένα, επέρχεται μία ξεκούραση… Είναι έξω από εμένα, άλλοι μπορούν να το διαβάσουν και το μυαλό μου παύει να έχει το καθήκον να θυμάται. Το χαρτί με κάποιον τρόπο θυμάται για εμένα, το βιβλίο θυμάται για εμένα.»
Η επαφή του με τη συγγραφή ξεκίνησε πολύ νωρίς, καθώς τα πρώτα διηγήματα και ποιήματα τα έγραψε σε ηλικία 12 ετών. Στα 21 του βραβεύθηκε με το Εθνικό Βραβείο Διηγήματος της Κολομβίας για το Piedras de Silencio (μτφ. Πέτρες της Σιωπής), την ιστορία ενός ανθρακωρύχου εγκλωβισμένου βαθιά στη γη.
Ποιο ήταν όμως το πρώτο βιβλίο που διάβασε ο ίδιος και αισθάνεται να τον έχει καθορίσει; «Νομίζω οι «Χίλιες και μια νύχτες», σε μία έκδοση για παιδιά… Ως η δυνατότητα με τα παραμύθια να αποφεύγει κανείς το θάνατο. Ότι δηλαδή τα παραμύθια σώζουν. Η φαντασία σώζει. Και αυτά τα παραμύθια, γεμάτα ταξίδια, ιπτάμενα χαλιά που θυμίζουν αεροπλάνα, γεμάτα ωραία φαγητά, κρυμμένους θησαυρούς, πολιτείες με μυστηριώδη ονόματα, όπως Βαγδάτη, Τεχεράνη, Κάιρο… Αυτό το βιβλίο μου μετέδωσε ένα είδος αγωνίας να γνωρίσω περισσότερο τον κόσμο και τις ιστορίες που μας σώζουν τη ζωή ή μας αποσπούν την προσοχή από τον θυμό ή από το βάρος της θλίψης».
Ο Κολομβιανός συγγραφέας έχει τιμηθεί με σειρά εθνικών και διεθνών διακρίσεων, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η διπλή βράβευσή του το 1998 και το 2006, με το Εθνικό Βραβείο Δημοσιογραφίας «Simón Bolívar» στην κατηγορία του άρθρου γνώμης, το Πρώτο Βραβείο Casa de América Καινοτόμου Αμερικανικής Πεζογραφίας το 2000, για το μυθιστόρημά του Basura και το βραβείο Καλύτερου Ξένου Μυθιστορήματος της Χρονιάς στην Κίνα το 2004, για το μυθιστόρημά του Angosta. Το μυθιστόρημα El olvido que seremos του χάρισε το 2012 το WOLA-Duke Human Rights Book Award. Ο βραβευμένος με νόμπελ λογοτεχνίας Mario Vargas Llosa το χαρακτήρισε μάλιστα ως «την πιο συναρπαστική αναγνωστική εμπειρία μου των τελευταίων ετών».
«Γράφω μυθιστορήματα βασισμένα στην εμπειρία. Στην εμπειρία από τη ζωή μου, από τα διαβάσματά μου, από τις αφηγήσεις των γνωστών μου» απάντησε ο συγγραφέας όταν του ζητήσαμε να εντάξει τη γραφή του σε κάποια κατηγορία. «Πρόκειται λοιπόν για βιβλία βασισμένα στην πραγματικότητα, ορισμένες φορές χωρίς μυθοπλασία και άλλες με μερική μυθοπλασία. Αλλά ακόμα και όταν είναι εντελώς ρεαλιστικά, χωρίς καθόλου μυθοπλασία, με αληθινά ονόματα, πιστεύω πως οι άνθρωποι έτσι και αλλιώς ζούμε εντός του εαυτού μας, μέσα σε μία σκοτεινή σπηλιά, που είναι το κρανίο μας, που μετατρέπει την πραγματικότητα σε κάτι το φανταστικό. Οπότε είμαι ένας συγγραφέας ρεαλιστής με αυτήν την έννοια, επειδή γράφω από μνήμης, αλλά καθώς η μνήμη μου είναι κακή, αυτή η κακή μνήμη είναι ένα είδος φαντασίας και μυθοπλασίας. Η κακή μου μνήμη είναι αυτή που μετατρέπει την πραγματικότητα σε μυθοπλασία».
Σήμερα είναι αρθρογράφος και σύμβουλος της σύνταξης στην εφημερίδα El Espectador. Συνεργάζεται επίσης με την El País της Μαδρίτης, την NZZ της Ζυρίχης και άλλα εγχώρια και διεθνή έντυπα. Τα μυθιστορήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, μεταξύ αυτών στα αγγλικά, τα πορτογαλικά, τα ιταλικά, τα κινεζικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά.
Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία του Ο χαμένος παράδεισος (Εκδόσεις Πατάκη, 2018), Η λήθη που θα γίνουμε (Εκδόσεις Πατάκη, 2017) και Συνταγές για απογοητευμένες γυναίκες (Ενάλιος, 2000).
Στο βίντεο της συνέντευξης χρησιμοποιήθηκαν πλάνα από το ντοκιμαντέρ της κόρης του συγγραφέα, Daniela Abad και του Miguel Salazar “Carta a una sombra” (2015), βασισμένο στο βιβλίο “El Olvido que seremos”.
Μοιράσου το άρθρο: