Μία από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές φωνές στην Πορτογαλία, η Dulce Maria Cardoso, μας ανοίγει την καρδιά της και μας μιλάει για την ανθρώπινη διάσταση της πρόσφατης ιστορίας, την Αγκόλα, την Πορτογαλία, τα τραύματα, τη συγγραφή, την εφηβεία, τη μετανάστευση, τον ρατσισμό και την ενοχή.
Τη συγγραφική πορεία της Dulce Maria Cardoso καθόρισε η τραυματική εμπειρία που βίωσε σε ηλικία μόλις 11 ετών. Όταν η Αγκόλα ανακήρυξε την ανεξαρτησία της από την Πορτογαλία, αναγκάστηκε να αφήσει τη χώρα όπου μεγάλωνε και να «επιστρέψει» μόνη σε μια άγνωστη πατρίδα. Βρέθηκε ξαφνικά να ζει σε πολύ άσχημες συνθήκες, με δυο άγνωστους σε εκείνη παππούδες, που πέθαιναν από καρκίνο.
Βουτήχτηκε στην απελπισία, όμως τελικά αποφάσισε να αναζητήσει μια διέξοδο, επανεφευρίσκοντας τον εαυτό της σε μια πατρίδα μακριά από το μέρος όπου μεγάλωσε…. Και την βρήκε στις ιστορίες, σε αυτές που διάβαζε και σε αυτές που επινοούσε.
«Είμαστε επιζήσαντες, επιζήσαντες απ’ τα πάντα. Έζησα ασυνήθιστα γεγονότα και προσπάθησα να «γιατρευτώ»… Και αυτό το ρήμα στα πορτογαλικά έχει δύο έννοιες: Η μία είναι να «απομνημονεύεις» και η άλλη να «κλείνεις πληγές». Και εγώ νομίζω ότι τα έκανα και τα δύο. Έναν χρόνο αργότερα μου γεννήθηκε η επιθυμία να γράψω… Δεν ξεπερνιέται ένα τραύμα, μαθαίνεις να ζεις μ’ αυτό, γίνεται από μόνο του μία εμπειρία, σχεδόν μία φάση δημιουργική… Κάθε ρήξη είναι φάση δημιουργική».
Δεν γεννούν όμως όλα τα τραύματα δημιουργούς.
«Για κάθε άτομο που βιώνει ένα τραύμα και γράφει ένα μυθιστόρημα, δεν ξέρω πόσοι έχουν υποστεί το ίδιο τραύμα και ζουν τη ζωή τους σαν μία καταδίκη, μία κόλαση. Είναι καλύτερα να μη βιώνουμε τέτοιες στιγμές. Εγώ όμως το έζησα και προφανώς έχω την ικανότητα να μπορώ να δώσω σ’ αυτά τα γεγονότα φωνή… Επειδή η τέχνη είναι μία μορφή παρηγοριάς, προϋποθέτει την παρηγοριά».
« Αποφάσισα να γίνω συγγραφέας όταν γύρισα από την Αγκόλα. Γιατί σε αντίθεση με όσα γράφω στο μυθιστόρημα «Ο Γυρισμός», πήγα να μείνω σε ένα μικρό ορεινό χωριό, το Trás-os-Montes, στο σπίτι των παππούδων μου, που δεν τους είχα γνωρίσει νωρίτερα. Μακριά απ’ τη στοργή των γονιών μου, χωρίς οικογένεια, χωρίς φίλους και χωρίς όλα αυτά που είχα συνηθίσει.
Σε εκείνο το χωριουδάκι, το 1975 οι συνθήκες ζωής ήταν αδιανόητες. Δραματική φτώχεια, δεν είχαμε καν τρεχούμενο νερό, ενώ στη Λουάντα ζούσα σε μία κοσμοπολίτικη πόλη, πλούσια… Αυτή η ξαφνική αλλαγή ζωής με έπεισε ότι πρέπει «να επινοώ την ημέρα μου» κι έτσι ξεκίνησα.
Σε εκείνο το σπίτι δεν υπήρχε τίποτα, δεν υπήρχαν βιβλία κι εγώ δεν είχα αντιληφθεί πότε και πώς θα μπορούσα να γίνω συγγραφέας. Μία μέρα είδα μία ταινία για έναν συγγραφέα που έγραφε τα βιβλία του στη γραφομηχανή. Και σκέφτηκα ότι για να γράψω πρέπει να μάθω να δακτυλογραφώ. Οπότε στα 14 μου πήγα σε μία σχολή δακτυλογραφίας… για να μάθω να γράφω!»
Οι συχνές της επισκέψεις στη βιβλιοθήκη έπαιξαν βέβαια καθοριστικότερο ρόλο στην πορεία της προς τη συγγραφή. Εκεί ήταν που έγινε και η μοιραία συνάντηση με τον Ντοστογιέφσκι.
«Διάβαζα πολλά βιβλία και πολλούς συγγραφείς. Μία μέρα έφερα στο σπίτι ένα βιβλίο και ξεκίνησα να το αντιγράφω. Εκείνο το βιβλίο ήταν του Ντοστογιέφσκι. Τότε δεν ήξερα ποιος ήταν, αλλά από εκεί ξεκίνησα και αντέγραφα τη γραφή. Όπως βλέπετε, ήταν κάτι πολύ αθώο!
Έμαθα πολλά απ’ τον Ντοστογιέφσκι. Η αίσθηση της ενοχής μας δείχνει ποιοι πραγματικά είμαστε, σχεδόν ως μετουσίωση της ύπαρξής μας. Πιο πολύ απ’ το Ποινικό Δίκαιο που βασικά είναι μία επιστήμη, μία πρακτική αποτροπής του κακού. Έχουμε αναμετρηθεί με χιλιετίες πολιτισμού για την πρόληψη του κακού. Στην αφήγηση το κακό εκπροσωπείται σε όλο του το μένος. Η αλήθεια είναι πως έμαθα περισσότερα για την ενοχή απ’ τον Ντοστογιέφσκι, παρά απ’ τις σπουδές μου στη Νομική».
Στο μυθιστόρημα O Retorno (2011) (Ο γυρισμός, μτφρ. Αθηνά Ψυλλιά, εκδ. Καστανιώτη, 2017), η συγγραφέας επιστρέφει στην εφηβική της ηλικία, βουτάει στις μνήμες του βίαιου επαναπατρισμού της και αφηγείται τη νεότερη Πορτογαλική Ιστορία μέσω ενός 15χρονου αγοριού, του Ρούι.
«Ήθελα να περιγράψω και να πω πόσο δύσκολο ήταν να μεγαλώνεις, ειδικά στην Πορτογαλία, στα βουνά και στην περίοδο που αναφέρεται ο Γυρισμός. Η Πορτογαλία βρισκόταν σε μία πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση, αλλά πάνω-κάτω πάντα βρισκόμαστε σε δύσκολες οικονομικές συνθήκες. Βρισκόμασταν σε κρίση και με την παρουσία της Τρόικα κάτι που δυστυχώς έχετε γνωρίσει και εσείς οι Έλληνες.
Κατά κάποιον τρόπο πιστεύω πως οι χώρες που βιώνουν οικονομική κρίση, βρίσκονται σε ένα είδος εφηβείας, σε μία φάση ανάπτυξης, ώστε να γίνουν ενήλικες. Αυτός είναι ο λόγος που αποφάσισα να μιλήσω για την Πορτογαλία – γιατί ο «Γυρισμός» αναφέρεται στην Πορτογαλία – η οποία, παρότι είναι χώρα της Ευρώπης με τα σύνορα που ορίζονται απ’ την αρχαιότητα, συνεχίζει να ζει αυτή την πολυετή κατάσταση της εφηβείας. Ακόμα και τώρα που ζούμε μία φαινομενική οικονομική ανάκαμψη».
Αναφορές στην πρόσφατη ιστορία της Πορτογαλίας υπάρχουν και στο πρώτο βιβλίο της Cardoso που κυκλοφόρησε στα ελληνικά: το βραβευμένο από την Ευρωπαϊκή Ένωση μυθιστόρημά της Οs Meus Sentimentos (2005) (Βιολέτα ή Γνωρίζω την αγάπη εξ ακοής, μτφρ. Μαρία Παπαδήμα, εκδ. Νήσος, 2011).
Το βιβλίο αφηγείται την ιστορία της υπέρβαρης Βιολέτας, καθώς αναπολεί τη ζωή της, ενώ κείτεται ετοιμοθάνατη στην άκρη του δρόμου μετά από τροχαίο ατύχημα. Όπως δηλώνει η ίδια, δεν γνωρίζει την αγάπη παρά μόνο εξ ακοής.
Μια ιστορία ενοχής για την ντροπή που ένιωθε η οικογένειά της εξαιτίας της εμφάνισής της.
«Βασικά, όλοι μας βιώνουμε τέτοιες καταστάσεις. Για παράδειγμα, εγώ δεν είμαι παχιά, η Βιολέτα είναι. Όμως έχω γνωρίσει την έννοια της ταπείνωσης και τη σημασία της. Αυτό που κάνει ο συγγραφέας, είναι να ενώνει αυτές τις συνθήκες και να τις μεταφέρει σε άλλες καταστάσεις.
Εμείς δεχόμαστε το κακό όπως κι εμείς το παράγουμε. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να καταλαβαίνω και να εμβαθύνω στον πόνο που βιώνουμε και που με κάποιον τρόπο μεταμορφώνεται σχεδόν σε μία μορφή νίκης. Η πραγματικότητα είναι πολύ σκληρή, το να μεγαλώνεις είναι σκληρό, το να ζεις είναι πολύ σκληρό. Μας περιβάλλει η βία. Και εγώ θέλω να περιγράψω τη βία σε όλες της τις μορφές. Δεν την κρύβω, αλλά την απεικονίζω όσο καλύτερα μπορώ».
Ο επικείμενος θάνατος της Βιολέτας είναι η αφορμή για την αφήγηση και η αίσθηση αυτή διαποτίζει όλο το κείμενο.
«Όλοι φοβόμαστε τον θάνατο. Εγώ δεν φοβάμαι τόσο τον δικό μου όσο των ανθρώπων που αγαπάω. Είμαι πεπεισμένη ότι το γράψιμο είναι μία μορφή αναφοράς, μία μορφή αναβολής του θανάτου. Για παράδειγμα, το γέλιο είναι ένας τρόπος να εξαγριώνεις τον θάνατο. Για εμένα είναι η συγγραφή και σίγουρα δεν το κάνω για να αποκτήσω την αθανασία του ονόματός μου μέσα απ’ τα έργα μου – κάτι σαν οσιοποίηση – αλλά για να έχω την ευκαιρία να δημιουργώ συνεχώς άλλες ζωές, άλλους κόσμους.
Κάθε ιστορία είναι μία νέα αρχή. Σε κάθε βιβλίο μαζεύω τα συναισθήματά μου από κάποια περίοδο της ζωής μου. Έτσι τελειώνω το ένα και ξεκινάω το επόμενο. Είναι σαν ζωές που αρχίζουν και τελειώνουν. Μ’ αυτόν τον τρόπο προσπαθώ να αναβάλλω τον θάνατο. Αλλά θέλω να υπογραμμίσω ότι δεν φοβάμαι τον δικό μου θάνατο, όσο τον θάνατο των ανθρώπων που αγαπώ».
Τα βιβλία της είναι τόσο διαφορετικά, που θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί από διαφορετικούς συγγραφείς… Η Dulce Maria Cardoso πειραματίζεται με το ύφος και τις μεθόδους γραφής, της αρέσει να δημιουργεί προκλήσεις στον εαυτό της.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το βιβλίο Βιολέτα ή Γνωρίζω την αγάπη εξ ακοής, όπου δεν υπάρχει σημείο στίξης σε 450 σελίδες!
«Όταν αποφασίζω να γράψω, δημιουργώ πάντα δυσκολίες στο σενάριο, ώστε να αναγκάζομαι να αλλάζω στρατηγικές και να αναγκάζομαι να γράφω. Διαφορετικά θα πήγαινα να λιαστώ στην παραλία. Δημιουργώ, λοιπόν, προκλήσεις. Για παράδειγμα, στον «Γυρισμό» η πρόκληση ήταν να φανταστώ ότι έχω τη φωνή ενός έφηβου αγοριού. Μου ήταν δύσκολο να γράφω έχοντας στη φαντασία τη φωνή ενός αγοριού, αφού δεν είμαι αγόρι, ούτε υπήρξα ποτέ.
Ή το μυθιστόρημα για τη Βιολέτα επικεντρώνεται στις μνήμες, οι οποίες δεν γνωρίζουν παύσεις, γιατί είναι συνδεδεμένες με εμάς και με ό,τι κουβαλάμε μέσα μας. Κι απ’ την άλλη, δημιουργεί μία κυκλική δομή. Ξεκίνησα και τελείωσα με την ίδια λέξη, γιατί μέσα της η μνήμη – τουλάχιστον η δική μου μνήμη – είναι κατακερματισμένη, και παρεμβαίνει, προσθέτει και αφαιρεί στοιχεία, όπως έκανε ο Προυστ στο «Madeleine».
Ο τρόπος γραφής μου καθορίστηκε από ένα ατύχημα: ενώ έγραφα στον υπολογιστή το μυθιστόρημα για τη Βιολέτα – ένα μυθιστόρημα πολύπλοκο και δύσκολο στη δημιουργία του – κατάλαβα ότι το έχασα, γιατί δεν το είχα σώσει στον υπολογιστή. Οπότε άρχισα να σκέφτομαι αν θα το εγκαταλείψω οριστικά, ή θα το γράψω πάλι απ’ την αρχή. Και αποφάσισα να το ξαναγράψω από μνήμης. Όταν το ξαναδιάβασα, κατάλαβα ότι το είχα βελτιώσει. Αποφάσισα ότι αυτή τη μέθοδο θα ακολουθούσα: να γράφω την αφήγηση και μετά να το ξαναγράφω απ’ την αρχή. Σε όλα μου τα βιβλία αυτό κάνω».
Η Dulce Maria Cardoso δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στους χιλιάδες ανθρώπους που αναγκάζονται σήμερα να αφήσουν τον τόπο τους, παίρνοντας τον δρόμο της μετανάστευσης.
«Έχουμε αποτύχει ως ανθρωπότητα. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε πόσα κάνουμε – δηλαδή τίποτα – γι’ αυτούς τους ανθρώπους… Και δεν συγκρίνω την κατάσταση των προσφύγων ή των μεταναστών με αυτό που συνέβη σε εμένα… Γιατί εμείς είχαμε μία χώρα για να επιστρέψουμε. Ήμασταν ταπεινωμένοι και στιγματισμένοι, αλλά είχαμε πατρίδα. Ενώ άλλοι δεν έχουν καμία πατρίδα για να επιστρέψουν. Αυτή είναι η διαφορά.
Εγώ ήμουν παιδί στην Αγκόλα, αλλά έχω την αίσθηση ότι όλοι οι λευκοί νιώθαμε ότι δεν είμαστε στην πατρίδα μας. Όταν επιστρέψαμε στην Πορτογαλία μετά την απελευθέρωση των αποικιών, έμοιαζε σαν να είχε αποδοθεί δικαιοσύνη. Ήμουν παιδί, όμως ήξερα ότι δεν έπρεπε να είμαι εκεί… Ήταν διαφορετικές οι συνθήκες απ’ των σημερινών μεταναστών. Υπήρξαμε θύματα, όλοι οι Πορτογάλοι υπήρξαν θύματα, της δικής μας αυτοκρατορίας και της δικτατορίας. Για εμάς η 25η Απριλίου ήταν μία στιγμή ελευθερίας, ελπίδας, αλλά για τους πρόσφυγες υπάρχει μόνο φτώχεια, δυστυχία, έλλειψη ευκαιριών και αυτό είναι θέμα μίας ανθρωπότητας σε κρίση. Κι αυτό δεν είναι πρόβλημα των προσφύγων, είναι πρόβλημα δικό μας».
H Dulce Maria Cardoso γεννήθηκε στο Trás-os-Montes της Πορτογαλίας το 1964, πέρασε την παιδική της ηλικία στην Αγκόλα και επέστρεψε στην Πορτογαλία το 1975, μετά την Επανάσταση των Γαρυφάλλων, την πτώση της δικτατορίας του Σαλαζάρ και τη διάλυση της αποικιοκρατικής Πορτογαλίας, μαζί με μισό εκατομμύριο retornados από τις αποικίες, οι οποίες κέρδιζαν η μία μετά την άλλη την ανεξαρτησία τους.
Εκεί σπούδασε νομική και εργάστηκε ως δικηγόρος, ενώ έγραφε και σενάρια για τον κινηματογράφο. Έχει τιμηθεί με πληθώρα βραβείων για το λογοτεχνικό της έργο, ενώ της έχει απονεμηθεί ο τίτλος του Ιππότη του Τάγματος των Γραμμάτων και των Τεχνών (Chevalier of the French Order of Arts and Letters).
Έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα και παιδικά βιβλία. Το έργο της έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης σε διάφορα πανεπιστήμια.
*Ευχαριστούμε τις φιλόξενες εκδόσεις Γαβριηλίδη για την παραχώρηση του χώρου όπου πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη
Μοιράσου το άρθρο: